- αφοδράριστος
- -η, -οαυτός που δεν έχει φόδρα: Άφησε το σακάκι αφοδράριστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αστάρωτος — η, ο 1. αφοδράριστος 2. αχρωμάτιστος … Dictionary of Greek